- εὐκόλους
- εὔκολοςeasily satisfiedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
Αλσατία — I (γαλλ. Alsace, γερμ. Elsass). Περιοχή (8.280 τ. χλμ., 1.734.115 κάτ. το 1999) της ανατολικής Γαλλίας. Εκτείνεται από τα Β στα Ν, περίπου για 200 χλμ., μεταξύ του Ρήνου στα Α, των Βοσγιών στα Δ, και του γαλλοελβετικού Ιούρα στα Ν. Είναι εύφορη,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Θεσπρωτία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου. Υιοθέτησε την ονομασία της από τους πρώτους κατοίκους της, τους Θεσπρωτούς, που έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αρχικά, οι Θεσπρωτοί εγκαταστάθηκαν στη δυτική παραλία … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Λόνγκφελοου, Χένρι Γουότζγουερθ — (Henry Wadsworth Longfellow, Πόρτλαντ, Μέιν 1807 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1882). Αμερικανός ποιητής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Νέας Αγγλίας, σπούδασε στο κολέγιο Μπόουτεν και επισκέφθηκε δύο φορές την Ευρώπη. Το 1836 του ανατέθηκε η… … Dictionary of Greek
Ορφανίδης, Θεόδωρος — (Σμύρνη 1817 – Αθήνα 1886). Έλληνας ποιητής και πανεπιστημιακός καθηγητής. Γράφοντας από νεαρή ηλικία εύκολους στίχους, φιλοδόξησε να μιμηθεί την ποίηση του Αλέξανδρου Σούτσου, χωρίς όμως να φτάσει ποτέ το πρότυπο του. Τον ίδιο σκοπό επεδίωξε και … Dictionary of Greek